αντάλλαγμα

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

το (AM αντάλλαγμα)
αυτό που δίνει ή παίρνει κάποιος σε ανταλλαγή
νεοελλ.
η υλική ή ηθική ανταμοιβή, το αντίτιμο υπηρεσίας
μσν.
βγαλμένο ρούχο
αρχ.
τα λύτρα.