αοριστία
Greek Monolingual
η (Α ἀοριστία)
το να είναι κάτι αόριστο, ακαθόριστο, η ασάφεια, η αβεβαιότητα
νεοελλ.
ασαφής λόγος, αοριστολογία
αρχ.
1. το να είναι κάτι απεριόριστο
2. αναποφασιστικότητα, διστακτικότητα
3. στον πληθ. ανωμαλίες, φαινόμενα χωρίς κανονικότητα, έκρυθμα.