απαλλοτριώνω

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

(Α ἀπαλλοτριῶ, -όω)
νεοελλ.
αφαιρώ κ. μεταβιβάζω αναγκαστικά και βάσει του νόμου την ακίνητη περιουσία κάποιου αντί τιμήματος σε άλλον
αρχ.
1. κάνω κάτι ξένο, αποξενώνω
2. (για περιουσία) δίνω σε άλλον, χαρίζω, πουλώ
3. (για πράγματα) α) διαχωρίζω, ξεχωρίζω
β) αλλάζω, μεταβάλλω.