αποτέλεσμα

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

το (AM ἀποτέλεσμα) αποτελώ
1. η έκβαση, το τέλος μιας πράξης
2. το προϊόν μιας αιτίας, επακολούθημα
αρχ.
1. αποτελείωση, συμπλήρωση
2. γεγονός, συμβάν
3. συμπέρασμα, πόρισμα
4. αστρολ. η επίδραση ορισμένων θέσεων των άστρων στην ανθρώπινη τύχη.