Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
η (AM ἀποφυγή) αποφεύγωτο να αποφεύγει κάποιος κάτιαρχ.1. μέρος όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια2. δικαιολογία, πρόφαση, υπεκφυγή.