αποχώρηση
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.Greek Monolingual
η (AM ἀποχώρησις)
απομάκρυνση, αναχώρηση
νεοελλ.
1. χωρισμός
2. παραίτηση
αρχ.
1. τόπος καταφυγής ή μέσα ασφάλειας
2. άδειασμα, κένωση
3. έκκριση, έκκριμα, περιττώματα
4. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο.