απώθηση
Greek Monolingual
η (AM ἀπώθησις)
1. ώθηση προς τα πίσω
2. απομάκρυνση, απόκρουση
3. η διεργασία της εκτόπισης στο υποσυνείδητο ιδεών, αισθημάτων ή παρορμήσεων, απαράδεκτων από τη συνείδηση.
η (AM ἀπώθησις)
1. ώθηση προς τα πίσω
2. απομάκρυνση, απόκρουση
3. η διεργασία της εκτόπισης στο υποσυνείδητο ιδεών, αισθημάτων ή παρορμήσεων, απαράδεκτων από τη συνείδηση.