απώλεια
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
Greek Monolingual
η (AM ἀπώλεια)
1. το να χαθεί κάποιος ή κάτι
2. ο θάνατος, ο χαμός
3. ηθική καταστροφή, διαφθορά
νεοελλ.
1. ζημιά, βλάβη
2. ελάττωση της αρχικής ποσότητας, διαφυγή («απώλεια στο αέριο»)
3. στον πληθ. οι απώλειες
το σύνολο των νεκρών, τραυματιών, αιχμαλώτων και αγνοουμένων κατά τον πόλεμο ή τη μάχη
αρχ.
καταστροφή, όλεθρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «απόλλυμι. Το ω του τ. οφείλεται στον νόμο της έκτασης εν συνθέσει (πρβλ. μονώνυξ τριώροφος, κ.τ.ό.)].