αρπαγή
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα –> I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.η (Α ἁρπαγή) αρπάζω
η βίαιη αφαίρεση ξένων πραγμάτων
αρχ.
1. τα λάφυρα, η λεία
2. η απληστία, η επιθυμία αρπαγής.