Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και ευτού (AM αὐτοῡ) επίρρ.ακριβώς σ' αυτό το μέρος, εδώ, εκείνεοελλ.1. τη στιγμή που, τότε που, καθώς2. τότε, στη στιγμήαρχ.φρ. «αὐτοῡ ταύτη» — ακριβώς εδώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Γενική της αντωνυμίας αυτός (πρβλ. άλλος > αλλού, πάντα > παντού)].