το (AM γαστρίον) γαστήρ νεοελλ. γλαστράκι, συνήθως σταμνί του οποίου έσπασε το επάνω μέρος μσν. κάθε μεταλλικό έλασμα πανοπλίας στο μέρος της κοιλιάς αρχ. 1. είδος αλλαντικού 2. γλύκισμα με σουσάμι.