Open main menu
LSJ
β
Search
Edit
δερματέμπορος
Greek Monolingual
ο
ο
έμπορος
δερμάτων.
[
ΕΤΥΜΟΛ.
Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Σπ. Ν. Βασιλειάδη].