Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(AM διχοτομῶ, -έω)χωρίζω σε δύο ίσα μέρηαρχ.-μσν.τιμωρώ αυστηρόταταμσν.κόβω στα δύο, σπαράσσωαρχ.διαιρώ σε δύο κατηγορίες.