εκτέλεση
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκτελώ, πραγμάτωση, πραγματοποίηση, εκπλήρωση («εκτέλεση διαταγής, καθήκοντος, απόφασης κ.λπ.»)
2. απόδοση μουσικού κομματιού, ο τρόπος με τον οποίο αποδόθηκε
3. θανατική εκτέλεση, η εκτέλεση της θανατικής καταδίκης, η θανάτωση
4. (νομ.) α) το σύνολο τών δικαστικών πράξεων που κατατείνουν στην πραγμάτωση τών οριζομένων από τη δικαστική απόφαση
β) διοικητική εκτέλεση, η εφαρμογή τών εξαναγκαστικών μέτρων που παρέχουν οι νόμοι για να εισπραχθούν οι οφειλές προς το δημόσιο.