ελάττωση

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἐλάττωσις)
το να γίνεται κάτι λιγότερο ή μικρότερο, η μείωση («η ελάττωση τών δαπανών», «η ελάττωση του μήκους»)
αρχ.
1. ήττα
2. ζημιά, απώλεια
3. απώλεια υγείας ή αγαθού
4. μειονέκτημα.