ενεργητικότητα
Heraclitus, fr. B 119 Diels
Greek Monolingual
η
η ιδιότητα του ενεργητικού, δραστηριότητα, κινητικότητα, αποτελεσματικότητα, δραστικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενεργητικός. Η λ. στον λόγιο τύπο ενεργητικότης μαρτυρείται από το 1842 στον Γ. Σερούϊο].