εξαφάνιση
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
η (AM ἐξαφάνισις) εξαφανίζω
1. έκλειψη, απώλεια
2. καταστροφή3. απόκρυψη πράγματος.
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
η (AM ἐξαφάνισις) εξαφανίζω
1. έκλειψη, απώλεια
2. καταστροφή3. απόκρυψη πράγματος.