εξοικονομώ

Greek Monolingual

(AM ἐξοικονομῶ, -έω)
νεοελλ.
1. εξασφαλίζω τα αναγκαία για κάθε περίπτωση
2. διευκολύνω, βοηθώ κάποιον
αρχ.
1. αφήνω στην άκρη, αποθηκεύω
2. απαλλοτριώνω, πουλώ
3. πραγματεύομαι ένα θέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οικο-νομώ (< οικονόμος)].