ευπάροχος

From LSJ
Revision as of 07:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek Monolingual

εὐπάροχος, -ον (Μ)
1. (για άλογα) αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα, ο πειθήνιος
2. αυτός που παρέχει ελεύθερα τον εαυτό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα» < ευ + πάρ-οχος (< όχος)
με τη σημασία «αυτός που παρέχει ελεύθερα τον εαυτό του» < ευ + παρ-έχω].