ηφαίστειο
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Greek Monolingual
το
βλ. ηφαίστειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. ηφαίστειος. Η λ. με αυτή τη σημασία μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Μ. Κούμα].