η (ΑΜ ἰδιότης) [[[ίδιος]] (Ι)] το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμακάθε προσώπου ή πράγματος νεοελλ. στον πληθ.(φιλοσ.)οι ιδιότητες τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που ενυπάρχουν στα πράγματα πέρα και ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση αρχ. 1. η διαφορετική ύπαρξη, η ιδιαιτερότητα 2.συγγένεια, σχέση.