ισχυρογνώμων
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφής οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς -> Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Sophocles, Antigone, 883-ον, αρσ. και ισχυρογνώμονας (ΑΜ ἰσχυρογνώμων, -ον)
αυτός που επιμένει στη γνώμη του, ακόμη κι όταν είναι εσφαλμένη ή παράλογη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ετερο-γνώμων, σκληρο-γνώμων.