Open main menu
LSJ
β
Search
Edit
καθετί
Greek Monolingual
(αόρ. αντων.)
οτιδήποτε
,
κάθε
πράγμα
.
[
ΕΤΥΜΟΛ.
<
κάθε
+
τι
(ουδ. της αρχ. αόρ. αντων.
τις
,
τι
)].