καθορισμός
From LSJ
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
Greek Monolingual
ο καθορίζω
1. ακριβής ορισμός, σαφής προσδιορισμός
2. αποσαφήνιση, διευκρίνιση («ο καθορισμός τών δικαιωμάτων και καθηκόντων του πολίτη»).