κατοχυρώνω
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Greek Monolingual
(ΑΜ κατοχυρῶ, -όω, Μ και κατοχυρώνω)
εξασφαλίζω, προστατεύω («κατοχύρωσε τα δικαιώματά της»)
νεοελλ.-μσν.
οχυρώνω κάτι καλά, θωρακίζω («κατωχύρωσεν... τὴν πόλιν πρὸς μάχην», Νικητ. Ευγ.)
μσν.
ενισχύω, ενδυναμώνω.