ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
κλεμμός, ὁ (Μ) κλέπτωκλέψιμο (α. «κλεμμὸ ἐκλέφτηκα» β. «ἄν κλεμμὸ νά κλεφτεῖ»).