κλεφτός

From LSJ
Revision as of 13:31, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

και κλεπτός -ή, -ό
1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος
2. αυτός που γίνεται κρυφά και βιαστικά
3. το θηλ. ως ουσ. η κλεφτή
γυναίκα που κλέφτηκε («τη γυναίκα του τήν έχει κλεφτή»).
επίρρ...
κλεφτά (Μ κλεφτῶς)
1. με τον τρόπο του κλέφτη, κρυφά, κλεφτάτα
2. πρόχειρα, βιαστικά («έφαγα στα κλεφτά γιατί είχα πολλή δουλειά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κλεπτός < κλέπτω. Ο τ. κλεφτός < κλεπτός με τροπή του συμφωνικού συμπλέγματος -πτ- σε -φτ- (πρβλ. πτύω: φτύνω)].