κλεψιά

From LSJ
Revision as of 18:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

Greek Monolingual

και κλεψά και κλεψία, η (AM κλεψία, Μ και κλεψιά)
κλέψιμο κλοπή (α. «τον έχει ταράξει στην κλεψιά» β. «σ' άλλους τόπους εννοώ κλεψίες, φόνους, κι όχι εδώ», Σολωμ.)
νεοελλ.
κρυφή απόλαυση
νεοελλ.-μσν.
1. κερδοσκοπία, υπερβολικό κέρδος, αισχροκέρδεια
2. λεηλασία
3. δόλος, απάτη
μσν.
1. υπερβολική σπατάλη
2. το κλοπιμαίο
3. (για πρόσ.) απαγωγή
4. κατάχρηση της εμπιστοσύνης κάποιου
5. αιφνιδιαστική επίθεση, αιφνιδιασμός του εχθρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. -κλεψ-α του κλέπτω + κατάλ. -ιά, πρβλ. γλειψιά, χαψιά].