οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island
κλεψόγονος, ὁ (Α)(για τον διάβολο) αυτός που κλέβει παιδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψο- (< κλέπτω) + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. πρωτόγονος, υψί-γονος].