η (AM κοιλότης) κοίλος1. η ιδιότητα ή η μορφή του κοίλου2. το βαθούλωμα, το κοίλωμανεοελλ.ανατ. κάθε κοίλος χώρος του σώματος που περιέχει εσωτερικά διάφορα όργανα (α. «θωρακική κοιλότητα» β. «η κοιλότητα της λεκάνης»)αρχ.1. αρχιτ. κοίλο καλούπι, μήτρα2. μτφ. έλλειψη μετρητών χρημάτων.