κυδιῶ, -άω (Α)1. καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι, μεγαλαυχώ2. προχωρώ καμαρωτά, καμαρώνω («ὡς δ' ὅτε τις στατὸς ἵππος... δεσμὸν ἀπορρήξας θείῃ πεδίοιο κροαίνων... κυδιόων», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος. Ο τ. της μτχ. κυδιόων σχηματίστηκε με την κατάλ. τών ρ. σε -ιόω για μετρικούς λόγους].