Open main menu
LSJ
β
Search
Edit
κυνδαλοπαίκτης
English (LSJ)
v.
κυνδαλισμός
.
Greek Monolingual
κυνδαλοπαίκτης
, ὁ (Α)
αυτός που παίζει κυνδαλισμό.
[
ΕΤΥΜΟΛ.
<
κυνδάλη
+
παίκτης
.