κυνδαλοπαίκτης
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ -> The unexamined life is not worth living
Plato, Apology of Socrates 38aGreek Monolingual
κυνδαλοπαίκτης, ὁ (Α)
αυτός που παίζει κυνδαλισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνδάλη + παίκτης.
κυνδαλοπαίκτης, ὁ (Α)
αυτός που παίζει κυνδαλισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνδάλη + παίκτης.