ληιβοτήρ
Greek (Liddell-Scott)
ληιβοτήρ: ῆρος, ὁ, (λήιον) ὁ κατατρώγων τὰ σπαρτά, καταστρέφων αὐτά, Σουΐδ., κτλ.· θηλ. σῦς ληιβότειρα Ὀδ. Σ. 29, Αἰλ. π. Ζ. 5. 45.
Greek Monolingual
ληϊβοτήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. ληϊβότειρα (Α)
αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει τα σπαρτά («πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι συὸς ὣς ληϊβοτείρης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λήϊον «σπαρτά στην ακμή τους» + -βοτήρ (< θ. βο- του βόσκω), πρβλ. μηλοβοτήρ.
Middle Liddell
ληι-βοτήρ, ῆρος, λήιον
crop-consuming, crop destroying: fem., σῦς ληιβότειρα, Od.