μελανόδερμος
Τὰ πάντα ῥεῖ καὶ οὐδὲν μένει -> Everything flows and nothing stands still
HeraclitusGreek Monolingual
-η, -ο (Α μελανοδέρματος, -ον)
αυτός του οποίου το δέρμα έχει μαύρο χρώμα, μελαψός, μελαχρινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος+ δέρμα, -ατος (πρβλ. λευκο-δέρματος, παχύ-δερμος)].