μοσχοποιΐα
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
German (Pape)
[Seite 209] ἡ, das Machen eines Kalbes, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
μοσχοποιΐα: ἡ, ἡ κατασκευὴ τοῦ ἐκ μετάλλου μόσχου ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἰουστῖνος πρὸς Τρύφ. 7. 648C, Κλήμ. Ἀλ. Ι, 1009Α, κλ.