μύσχον
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες -> The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
Democritus, fr. 115 D-KEnglish (LSJ)
τὸ ἀνδρεῖον καὶ γυναικεῖον μόριον, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
τὸ ἀνδρεῖον καὶ γυναικεῖον μόριον Hsch.
Étymologie: DELG cf. μυχός, μόσχος².
Greek Monolingual
μύσχον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀνδρεῑον και γυναικεῑον μόριον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύχ-σκον (πρβλ. μυχός). Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με μόσχος (ΙΙ) «είδος ζώου»].