νοστιμιά
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται -> For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2Greek Monolingual
η νόστιμος
1. νοστιμάδα
2. συν. στον πληθ. οι νοστιμιές
νόστιμα, εύγευστα εδέσματα («μάς προσέφερε ένα σωρό νοστιμιές»).
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο