οξύθυμος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀξύθυμος, -ον)
αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, αψίθυμος
αρχ.
1. (ως προσωνυμία του Αρείου Πάγου) γρήγορος και αυστηρός τιμωρός
2. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυθυμον
α) η ιδιότητα του οξύθυμου, οξυθυμία, ευθιξία
β) είδος του φυτού θύμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + θυμός (πρβλ. εύθυμος)].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο