Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πάμπτωχος: -ον, ὅλως διόλου πτωχός, (Ἰω. Γλυκ.) Ἑρμην. εἰς δημώδη ῥητὰ ἐν Σαθ. Μεσ. βιβλ. τ. Ε΄, σ. 554.
και πάμφτωχος, -η, -ο (Μ πάμπτωχος, -ον)πάρα πολύ φτωχός, τελείως άπορος.