σπουδαιοφανής

From LSJ
Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που φαίνεται σπουδαίος χωρίς πράγματι να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδαίος + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. σοβαρο-φανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].