στρατονομάρχης
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτονομάρχης: -ου, ὁ, στρατιωτικός νομάρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 8617.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(στην Αίγυπτο) στρατιωτικός διοικητής νομού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + νομάρχης.
στρᾰτονομάρχης: -ου, ὁ, στρατιωτικός νομάρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 8617.
ὁ, Α
(στην Αίγυπτο) στρατιωτικός διοικητής νομού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + νομάρχης.