στυλοπάτι
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες -> The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
Democritus, fr. 115 D-KGreek Monolingual
το, Ν
στυλοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύλος + πατώ (πρβλ. μονο-πάτι)].
το, Ν
στυλοβάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύλος + πατώ (πρβλ. μονο-πάτι)].