συνᾴδω ΝΑ, και ποιητ. τ. συναείδω Α1. άδω μαζί με άλλον, συνοδεύω το άσμα2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτινεοελλ.(συν. τριτοπρόσ.) συνάδειαρμόζει, ταιριάζειαρχ.εξυμνώ από κοινού.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ᾄδω / ἀείδω «τραγουδώ»].