τζάκι

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ιδιαίτερος, κτιστός χώρος μέσα στο σπίτι για το άναμμα φωτιάς, εστία, γωνιά, παραγώνι
2. μτφ. γενιά, οικογένεια, σόι
3. στον πληθ. τα τζάκια
οι ευγενείς, οι προύχοντες
4. φρ. «είναι από τζάκι» ή «είναι από μεγάλο τζάκι» — κατάγεται από ονομαστή οικογένεια, από αρχοντική γενιά, από οικογένεια ευγενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ocak, μέσω ενός μσν. τ. ὀτζάκι].