υποποιώ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφής οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς -> Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Sophocles, Antigone, 883Greek Monolingual
-έω, Α ποιῶ
1. υποτάσσω
2. προξενώ κάτι σιγά σιγά, σταδιακά
3. μέσ. ὑποποιούμαι, -έομαι
α) οικειοποιούμαι
β) προσελκύω κάποιον με δόλια τεχνάσματα
γ) προσποιούμαι.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο