το, Ν1. φίλημα («ανάρια ανάρια το φιλί για νά 'χει νοστιμάδα», παροιμ.)2. βλ. φελί3. φρ. «το φιλί του Ιούδα» — προδοσία από πρόσωπο που υποκρινόταν τον φίλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλεῖν, απρμφ. του ρ. φιλῶ (πρβλ. φαγί < φαγεῖν)].