χαλκουργείο
Greek Monolingual
το / χαλκουργεῑον, ΝΑ χαλκουργός
νεοελλ.
εργαστήριο χαλκού ργού
αρχ.
μεταλλείο χαλκού («ἐν τῇ Θηβαΐδι χαλκουργείων εὑρεθέντων καὶ χρυσείων», Διόδ.).
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο