ἑψάνδρα
Contents
English (LSJ)
ἡ, (ἀνήρ) A cooking up men, epith. of Medea, from her renewing old Aeson, AP15.26.5 (Dosiad.).
German (Pape)
[Seite 1132] ἡ, die Männer kochende, Menschen durch Kochen verwandelnde Medea, Dosiad. ara 2 (XV, 26).
Greek (Liddell-Scott)
ἑψάνδρα: ἡ, (ἀνὴρ) ἡ ἕψουσα (βράζουσα) τοὺς ἄνδρας, ἐπίθ. τῆς Μηδείας, ἥτις διὰ τοῦ τρόπου τούτου ἠθέλησε νὰ ἐπαναγάγῃ εἰς τὴν νεότητα τὸν γέροντα Αἴσονα, Ἀνθ. Π. 15. 16, ἔνθα κακῶς ἕψανδρα.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
qui fait cuire les hommes (Médée).
Étymologie: ἑψέω, ἀνήρ.
Greek Monolingual
ἑψάνδρα, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) (ως επίθ. της Μήδειας) αυτή που βράζει τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕψω «βράζω» + -ανδρα (< ανήρ, ανδρός), πρβλ. δαμασ-άνδρα, καλεσ-άνδρα].
Greek Monotonic
ἑψάνδρα: ἡ (ἀνήρ), αυτή που ψήνει, βράζει, μαγειρεύει τους άντρες, λέγεται για τη Μήδεια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἑψάνδρα: ας ἡ варящая мужей (Μήδεια - возвратившая молодость отцу Ясона, Эсону, бросив его в кипящий котел) Anth.