ἴχνιον
Full diacritics: ἴχνιον | Medium diacritics: ἴχνιον | Low diacritics: ίχνιον | Capitals: ΙΧΝΙΟΝ |
Transliteration A: íchnion | Transliteration B: ichnion | Transliteration C: ichnion | Beta Code: i)/xnion |
Contents
English (LSJ)
τό (Dim. of ἴχνος only in form, cf. Hdn.Gr.2.903, but written ἰχνίον by Eust.233.44),
A track, footprint, ἴχνι' ἐρευνῶντες κύνες ἤϊσαν Od.19.436; μετ' ἴχνια βαῖνε θεοῖο followed on her track, 5.193; μετ' ἀνέρος ἴχνι' ἐρευνῶν Il.18.321; κατ' ἴχνιά τινος ἐφέπεσθαι A.R.1.575; ἴχνια ἵππων X.An.1.6.1 (v.l. ἴχνη): less freq. in sg., τὸ ἴ. μοῦνον λέλειπται τῶν ποδῶν Democr.228; ἴ. ὀξέος ἵππου Call.Aet.3.1.86; ἕπεσθαί τινι κατ' ἴχνιον Q.S.8.361; ἴ. ἑδράσασθαι to plant one's step, AP6.70 (Maced.). 2 metaph., trace, remnant, προτέρης ἀγλαΐης ib.58 (Isid.).
German (Pape)
[Seite 1277] τό (nicht als dim. betrachtet u. accentuirt), poet. = ἴχνος, die Spur, bes. Fußspur, Fußtapfen; Il. 13, 71; μετ' ἴχνια βαῖνε θεοῖο, er ging den Fußtapfen der Göttinn nach, folgte der Göttinn auf der Ferse, Od. 5, 193; ἴχνι' ἐρευνῶντες κύνες ἤϊσαν, die Fährte ausspürend, Od. 19, 436, vgl. Il. 18, 321; sp. D., ἀγραύλοιο κατ' ἴχνια σημαν. τῆρος Ap. Rh. 1, 575; χαζομένοισιν ἕποντα κατ' ἴχνιον Qu. Sm. 8, 361; übertr., προτέρης ἴχνιον ἀγλαΐης Isid. schol. ep. (V, 58). – Bei Xen. An. 1, 6, 1 ist die Form sehr zw., Krüger lies't ἴχνη.
Greek (Liddell-Scott)
ἴχνιον: τό, ὑποκρ. τοῦ ἴχνος μόνον κατὰ τύπον (ἴδε Chandler, Gr. Accents § 340), ἴχνος, «πατημασιά», ἴχνι’ ἐρευνῶντες κύνες ἤϊσαν Ὀδ. Τ. 436· μετ’ ἴχνεα βαῖνε θεοῖο, τὴν παρηκολούθει κατὰ πόδας, Ε. 193, Ἰλ. Σ. 321, κατ’ ἴχνιά τινος βαίνειν Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 575, Κόϊντ. Σμ. 361· ἴχνιον ἑδράσασθαι, στηρίξαι τὸν πόδα, Ἀνθ. Π. 6. 70. 2) μεταφορ., ἴχνος, λείψανον, ἀγλαΐης αὐτόθι 58.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
trace de pas, vestige.
Étymologie: dim. de ἴχνος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἴχνιον, τὸ (Α) ίχνος
(υποκορ. του ίχνος)
1. το πάτημα του ποδιού, η πατημασιά
2. ίχνος, απομεινάρι, λείψανο («προτέρης ἴχνιον ἀγλαΐης», Ανθ. Παλ.)
3. φρ. α) «ἴχνιον ἑδράζομαι» — στηρίζω το πόδι
β) «μετ' ἴχνια βαίνω» ή «κατ' ἴχνια ἐφέπομαι» — ακολουθώ, παρακολουθώ κατά πόδας.
Greek Monotonic
ἴχνιον: τό (ἴχνος), ίχνος, πατημασιά, αποτύπωμα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἴχνιον: τό [demin. к ἴχνος
1) след: μετ᾽ ἴχνιά τινος βήμεναι Hom. идти по чьим-л. следам; ἴχνια ἐρευνῶντες κύνες ἤϊσαν Hom. собаки бежали, разыскивая следы;
2) след, остаток (προτέρης ἀγλαΐης Anth.).